Select Page

Η Παχυσαρκία αποτελεί τον κύριο παράγοντα κινδύνου για την πρόκληση  του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2.

Στατιστικά στοιχεία του Π.Ο.Υ. δείχνουν πως το 44% των συνολικών περιπτώσεων διαβήτη έχουν ως αιτία το υπερβάλλον σωματικό βάρος είτε πρόκειται για υπέρβαρους είτε για παχύσαρκους ασθενείς.

Νεώτερες μελέτες τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες επιβεβαίωσαν τη σύνδεση μεταξύ παχυσαρκίας και ΣΔτ2 ενώ έδειξαν ότι ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης ΣΔτ2 αυξάνεται παράλληλα με τη αύξηση του ΔΜΣ. 

Εκτός όμως από την απόλυτη τιμή του ΔΜΣ υπάρχουν τρεις παράγοντες σχετικοί με το βάρος που συμβάλουν στην εκδήλωση του ΣΔτ2 : 

  • η αύξηση του σωματικού βάρους στο χρόνο 
  • η διάρκεια της παχυσαρκίας και 
  • η κατανομή του λίπους στο σώμα

(Όσο αφορα το τελευταίο φαίνεται πως άτομα με παχυσαρκία και συσσώρευση λίπους κυρίως στον κορμό (κεντρικού τύπου παχυσαρκία ) παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν ΣΔτ2 από τα παχύσαρκα άτομα με συσσώρευση του λίπους κυρίως στους γλουτούς και στους μηρούς.)

Αν και είναι τεκμηριωμένη η συμβολή του σωματικού βάρους στην εμφάνιση του ΣΔτ2 η παθολοφυσιολογική συσχέτιση των δύο αυτών νοσημάτων δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί.

Η ενδοκρινική δράση του λιπώδους ιστού και η αντίσταση στην ινσουλίνη που χαρακτηρίζει και τις δύο καταστάσεις ίσως να αποτελεί το κυριότερο συνδετικό κρίκο μεταξύ παχυσαρκίας και διαβήτη.

Ο όρος αντίσταση στην ινσουλίνη δείχνει μία κατάσταση στην οποία φυσιολογικές συγκεντρώσεις της ορμόνης παρουσιάζουν μείωση της αναμενόμενης βιολογικής απάντησης.

Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η αντίστοιχη υπερινσουλιναιμία, αποτελούν τη μεταβολική διαταραχή που προηγείται της εμφάνισης του ΣΔτ2, ενώ σε μη διαβητικά άτομα σχετίζονται με αύξηση του ΔΜΣ καθώς και με την παχυσαρκία κεντρικού τύπου.